- φαυλοῤῥημόνως
- φαυλοῤ-ῥημόνως, auf schlechte, böse Art sprechend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φαυλορρημόνως — Α επίρρ. με φαύλες και αισχρές εκφράσεις, με αισχρολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + ρρημόνως (< ρρήμων < ῥῆμα)] … Dictionary of Greek